Connect with us

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ο εντυπωσιακός Λάνθιμος και ο μέγιστος μαέστρος

Στην αυγή του 2024 οι κινηματογράφοι υποδέχονται – από την Πρωτοχρονιά -την τελευταία πολυαναμενόμενη και βραβευμένη με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Poor Things», με την Έμα Στόουν. Από σήμερα, όμως, οι σινεφίλ και οι λάτρεις της μουσικής, θα μπορούν να απολαύσουν το ντοκιμαντέρ για τον ανυπέρβλητο Ένιο Μορικόνε «Ο Μαέστρος» του Τζουζέπε Τορνατόρε, ενώ προβάλλεται και η περιπέτεια «Άγραφος Νόμος» με τον Λίαμ Νίσον.

Poor Things

(“Poor Things”) Δραματική κομεντί επιστημονικής φαντασίας, βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου, με τους Έμα Στόουν, Μαρκ Ράφαλο, Γουίλεμ Νταφόε, Ράμι Γιούσεφ, Κρίστοφερ Άμποτ, Τζέροντ Καρμάικλ, Λοράν Μπορέλ, Χάνα Σίγκουλα κα.

Ο Γιώργος Λάνθιμος, με την «Ευνοούμενη» έκανε ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα του, μπαίνοντας για τα καλά στα διεθνή σαλόνια, ανεβάζοντας τον πήχη και βάζοντας από μόνος του τα δύσκολα στο αναγνωρισμένο ήδη όνομά του στο κινηματογραφικό κύκλωμα. Και αυτό χωρίς, προς τιμήν του, να υποκύπτει στις σαλονάτες ιδέες, τις φόρμες και τα προαπαιτούμενα της κινηματογραφικής ελίτ, για να μπει και στον κύκλο των οσκαροθήρων ή του ευνοούμενου των μεγάλων στούντιο.

Έρχεται, λοιπόν, το παιδί από το Παγκράτι, με τη νέα του ταινία, να βάλει στα καλάθια όλους αυτούς που τον αμφισβήτησαν ή τον χαρακτήρισαν ως ένα φαινόμενο, έναν κομήτη που θα σβήσει γρήγορα. Και τα καταφέρνει όχι μόνο για την εξαιρετική του θεματική ή την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του, αλλά κυρίως γιατί τολμά να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, να χτυπήσει στο ψαχνό τον κλασικισμό ή τα καθιερωμένα, τη σιγουριά και ταυτόχρονα να διαιωνίσει το brand name του «σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος».

Έχοντας αφήσει πίσω του τα στενά περιθώρια του ελληνικού κινηματογράφου κι έχοντας δίπλα του έναν εξαιρετικό σχεδιασμό παραγωγής, που αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό, ο Λάνθιμος διατηρεί τα καλλιτεχνικά του στάνταρ και αποφεύγει τη «μοναξιά» του φεστιβαλικού κοινού. Στη φάση που βρίσκεται πλέον ο Έλληνας σκηνοθέτης αυτό δεν είναι εύκολο και κρύβει πάντα παγίδες, με κυριότερη αυτή της κατάταξής του στους επιτηδευμένους «καλλιτέχνες» της σκηνοθεσίας.

Άλλωστε, είχε την τύχη και τον χρόνο να δουλέψει, απ’ ό,τι φαίνεται, σκληρά πάνω στην αφήγηση, για να κάνει κάτι το εντελώς διαφορετικό απ’ τα συνήθη, παρότι βασίζεται στον σκελετό ενός διαδεδομένου μύθου, του «Φρανκεστάιν».

Η ιστορία μας μεταφέρει στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, όπου ένας πρωτοπόρος οραματιστής γιατρός θα επαναφέρει στη ζωή την Μπέλα, από τα νερά του Τάμεση, στα οποία βρέθηκε αυτοβούλως. Θα την πάρει στην ιδιόμορφη έπαυλή του και θα αναθέσει στον βοηθό του Μαξ να την προσέχει, καθώς η Μπέλα συμπεριφέρεται σαν παιδί, θέλοντας να ανακαλύψει τη ζωή. Θα αναζητήσει την ελευθερία της και παρόλο που θα υποσχεθεί να παντρευτεί τον καλόκαρδο Μαξ, αποφασίζει να φύγει μακριά με τον σαγηνευτικό τυχοδιώκτη Ντάνκαν, για να ανακαλύψει τον έρωτα, τον εαυτό της, τον κόσμο.

Από τη Λισαβόνα έως την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι, η Μπέλα ταξιδεύει σε μια ενήλικη χώρα των θαυμάτων, ανακαλύπτοντας το σεξ, την αυτοδιάθεση, την πολιτική, τη φιλοσοφία, τα κοινωνικά στερεότυπα και τις αλήθειες ή και τα κατά συνθήκη ψεύδη, που γιγαντώνονται και κάποια στιγμή κυριεύουν τον κόσμο, δημιουργούν την περιβόητη αστική υποκρισία.

Εδώ, όμως, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται ότι το σενάριο είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για μια ταινία. Και η δουλειά που έχει κάνει ο σεναριογράφος Τόνι ΜακΝαμάρα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην «Ευνοούμενη», είναι εκπληκτική. Μεταμορφώνει το ομότιτλο και πολυσύνθετο βιβλίο του Άλασντερ Γκρέι, σε ένα σενάριο στέρεο και διαπεραστικά σαρκαστικό και πιο πολιτικό, αλλά το βασικότερο ρίχνει τα θεμέλια, πάνω στα οποία μπορεί να οικοδομήσει ο σκηνοθέτης ζητήματα σημερινά, του δίνει το περιθώριο να βάλει και τη λοξή του ματιά στο σενάριο και τη σκηνοθεσία.

Με σαρκασμό, ο Λάνθιμος δίνει ψυχή και σάρκα σε έναν καινούργιο κόσμο, η φαντασία του, μέσω των πλάνων του, αλλά και της αξιοποίησης των σκηνικών, κοστουμιών και φωτισμών, του δημιουργικού μοντάζ από τον Μαυροψαρίδη, δείχνει αχαλίνωτη, για να φτιάξει ένα γοτθικό παραμύθι, βουτηγμένο σε κατάμαυρο χιούμορ και ιδιαίτερο ερωτισμό. Να τολμήσει, να φλερτάρει με το εξεζητημένο, χωρίς να περιχαρακωθεί σε αυτό, να παίξει με το ασπρόμαυρο και τα υπερκορεσμένα χρώματα, βοηθούμενος και από τον διευθυντή φωτογραφίας του Ρόμπι Ράιαν.

Ταυτόχρονα, ο Λάνθιμος μπαίνει στον πειρασμό να κάνει ένα διαλογισμό πάνω στη σχέση του δημιουργού και του δημιουργήματός του, ανατρέποντας το μύθο του Φρανκεστάιν, καπελώνοντας τη γραφικότητα του θέματος από την πολιτική σκέψη. Γιατί η ταινία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα φιλμ γυναικείας χειραφέτησης και συνειδητοποίησης και στο δικαίωμα της χαράς στον έρωτα, στην επιθυμία και την υποχρέωση να προχωρήσουμε μπροστά αφήνοντας κατά μέρος τις υποκρισίες και τον καθωσπρεπισμό. Και συνάμα να μην κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στις ταξικές διαφορές, τις ανισότητες και όλα αυτά επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο να μιλήσει παιχνιδιάρικα, να γελάσει με όλα αυτά και μαζί και οι θεατές, αποκαλύπτοντας δεξιοτεχνικά μία τεράστια φάρσα, αυτή της ζωής.

Οι Γουίλεμ Νταφόε, Μαρκ Ραφάλο, Ράιμι Γιουσέφ και τ’ άλλα «παιδιά» είναι ιδιαιτέρως ικανοποιητικοί και με ευκολία ξεπερνούν τις απαιτήσεις των δύσκολων ρόλων τους, αλλά η Έμα Στόουν, είναι απολαυστική, με την τολμηρή ερμηνεία της, που μπορεί να ισορροπεί σαν μπαλαρίνα στον εύθραυστο χαρακτήρα της και να ξεφεύγει από την υπερβολή ή την επίδειξη, στην οποία ορισμένες φορές υπέκυψε ο Λάνθιμος, με τις αχρείαστες βιρτουοζιτέ λήψεις του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η απίστευτη ιστορία και φανταστική εξέλιξη της Μπέλα Μπάξτερ, μιας νεαρής γυναίκας στη βικτωριανή Αγγλία που ανασταίνεται χάρη στον ιδιοφυή και αντισυμβατικό επιστήμονα Δρ Γκούντγουιν Μπάξτερ. Υπό την προστασία του, η Μπέλα ανυπομονεί να μάθει. Διψασμένη από την εμπειρία που στερείται, το σκάει με τον Ντάνκαν Γουέντερμπερν, έναν ικανό και με μειωμένη ηθική δικηγόρο, σε μια περιπέτεια περιπλάνησης σε όλες τις ηπείρους.

Ένιο Μορικόνε: Ο Μαέστρος

(“Ennio”) Ντοκιμαντέρ, ιταλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Τζουζέπε Τορνατόρε.

Ο Ένιο Μορικόνε, ο αθάνατος Ρωμαίος συνθέτης, του οποίου οι μελωδίες θα συνεπαίρνουν τους λάτρεις του κινηματογράφου και φυσικά της μουσικής για πάντα, σε ένα αγαπησιάρικο όσο και συγκινητικό ντοκιμαντέρ από τον ανεπιτήδευτο αισθηματία Τζουζέπε Τορνατόρε.

Ο maestro έχει χαρακτηριστεί απολύτως σωστά ως «ο μουσικός που άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε το σινεμά». Ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο μοναδικός συνθέτης που μπορούσε να βάλει στη σκοτεινή αίθουσα ανθρώπους, που αδιαφορούσαν για την ταινία. Τους ακροατές του κινηματογράφου. Έτσι και σε τούτο το καλογυρισμένο και συγκινησιακά φορτισμένο φιλμ, μπαίνεις στην αίθουσα, κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι στις μουσικές του συνεσταλμένου διοπτροφόρου συνθέτη, που χάσαμε πριν από τρία χρόνια.

Συνάμα, όμως, ο Τορνατόρε, καταφέρνει να ανοίξει τα μάτια του μαγεμένου θεατή, όταν περνούν από την οθόνη τεράστια ονόματα του κινηματογράφου, συνεργάτες του Μορικόνε, που είχαν την Θεία τύχη να τους γράψει τη μουσική της ταινίας ή των ταινιών τους. Σκηνοθέτες αγαπημένοι, με τεράστιο έργο, ανάμεσά τους και οι Κλιντ Ίστγουντ, Κουέντιν Ταραντίνο, Ρόλαντ Τζόφι, αλλά και συνάδελφοί του, όπως οι Χανς Ζίμερ, Κουίνσι Τζόουνς, Μπρους Σπρίνγκστιν και πολλοί άλλοι. Η απόλαυση, ωστόσο, δεν τελειώνει εδώ, καθώς ο Τορνατόρε του περίφημου, για να μην ξεχνιόμαστε, «Σινεμά, ο Παράδεισος», μοντάρει δεξιοτεχνικά σκηνές και κάδρα από ταινίες που σημάδεψε με τις νότες του ο Μορικόνε, φέρνοντας στη μνήμη μας σχεδόν όλους τους λατρεμένους πρωταγωνιστές. Νοσταλγικά και αποθεωτικά, θυμίζοντάς μας και τις όχι και τόσο διάσημες ταινίες του, όπως εκείνες στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Αλλά και τον ίδιο τον maestro να εξομολογείται τις αγωνίες του, την απόφασή του το ’70 να σταματήσει να γράφει για το σινεμά, αλλά και την βούλησή του, αμέσως μετά, ότι θα συνεχίσει για να «τιμωρήσει» όλους αυτούς που θεωρούσαν τη μουσική για τον κινηματογράφο δευτέρας διαλογής.

Ο Τορνατόρε φτιάχνει ένα τρίωρο μουσικό έπος, τον απόλυτο φόρο τιμής στον μεγαλύτερο μουσικοσυνθέτη του κινηματογράφου, παρότι το εύρος της δημιουργίας του, με τις πάνω από 400 συνθέσεις για ταινίες, δεν μπορεί να εξαντληθεί ούτε στον διπλάσιο χρόνο.

Ο μέγας Σέρτζιο Λεόνε τον έκανε παγκοσμίως διάσημο, όταν του έδωσε τον χώρο και τον χρόνο, αφαιρώντας από τη σκηνοθεσία. Ο πανούργος συνθέτης θα δώσει στα κλασικά σπαγγέτι- γουέστερν μια θεόπνευστη χάρη. Για πρώτη φορά θα ακούσουμε κουδούνια, σφυρίχτρες, ιταλικά λαϊκά όργανα, φυσικούς ήχους να συνδέονται με τόσο μαγικό τρόπο. Γιατί αν τα σπαγγέτι – γουέστερν του Λεόνε άξιζαν πολλά, οι μουσικές του Μορικόνε τα έστειλαν σε άλλη διάσταση. Μπορεί ένα πλάνο του Λεόνε να μην είναι απαραίτητα αναγνωρίσιμο, είναι όμως δυο νότες του Μορικόνε.

Το να απαριθμήσεις τις ταινίες που μας συνεπήραν με τις συνθέσεις του, είναι μάλλον μάταιο. Αν στο υπερσυντηρητικό Χόλιγουντ και στην Ακαδημία δεν κυριαρχούσαν στερεότυπα και η άρνηση του Μορικόνε να εγκαταλείψει τη Ρώμη για το Λος Άντζελες, κανονικά θα χρειαζόταν την τροπαιοθήκη της Γιουβέντους για να χωρέσει τα Όσκαρ και τα άλλα βαρύτιμα βραβεία. Αντιθέτως, θα τιμηθεί μόνο με το Όσκαρ μουσικής το 2007 για το σύνολο του έργου του και το 2016 με το χρυσό αγαλματίδιο καλύτερης πρωτότυπης μουσικής για το γουέστερν του Ταραντίνο «Μισητοί 8». Τελικά, οι τιμές, τα Όσκαρ, τα BAFTA, τα Ντονατέλο, τα Γκράμι, οι Χρυσοί Λέοντες και όλα τα βραβεία του κόσμου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στις ανεπανάληπτες μουσικές του Μορικόνε. Θυμηθείτε μόνο την υπέροχη σύνθεση στην «Αποστολή» του Τζόφι, μια σύνθεση ερχόμενη από ψηλά που κατεβαίνει στη ζούγκλα του Αμαζονίου λειτουργώντας ως μέσο σωτηρίας για όλους μας και συνάμα αναδεικνύοντας την ανοιχτή πληγή της αποικιακής καταπίεσης. Με λίγες νότες ο Μορικόνε είπε όσα δεν μπορεί να πει κανένας σκηνοθέτης σε ολόκληρη ταινία. Ένα μόνο μικρό δείγμα της ιδιοφυΐας του, το οποίο καταφέρνει να αναδείξει και ο Τορνατόρε με το ντοκιμαντέρ του, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας και υπήρξε τεράστια εμπορική επιτυχία στην Ιταλία.

Άγραφος Νόμος

(“In the Land of Saints and Sinners”) Περιπέτεια, ιρλανδικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Λόρεντζ, με τους Λίαμ Νίσον, Τζακ Κλίσον, Κέρι Κόντον, Ντέσμοντ Ίστγουντ, Σαΐραν Χάιντς, Κολμ Μίνι κα.

Ακόμη μία περιπέτεια προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των ταινιών του είδους που γυρίζει συνεχώς εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια ο Λίαμ Νίσον, ο οποίος παραδόξως διατηρεί την εμπορικότητά του και στη χώρα μας. Εδώ, θα συνεργαστεί για δεύτερη φορά, μετά το προπέρσινο «Ο Προστάτης», με τον Αμερικάνο σκηνοθέτη Ρόμπερτ Λόρεντζ, παρότι πρόκειται για ιρλανδική παραγωγή και με το σενάριο να μας μεταφέρει στη γενέτειρα του Λίαμ Νίσον και στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ’70.

Μία περιπέτεια, που είναι ελαφρώς διαφορετική από τις τελευταίες του Νίσον, καθώς δεν είναι τόσο ύμνος στην μπουνοκλωτσιά, έχει στάλες δραματικότητας κι ένα άρωμα της πρόσφατης ιρλανδικής ιστορίας, που καλύτερα να είχε παραλείψει ο σκηνοθέτης.

Στην Ιρλανδία του 1974, έπειτα από μία τρομοκρατική επίθεση στο Μπέλφαστ τα μέλη του IRA θα καταφύγουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό, όπου ζει ο Φίνμπαρ Μέρφι, ένας πληρωμένος εκτελεστής που «καθαρίζει» κακοποιούς, αλλά το χωριό δεν γνωρίζει την ιδιότητά του αυτή. Έχει, μάλιστα, αποφασίσει να κρεμάσει τα όπλα του και να ασχοληθεί με τον κήπο του. Όταν θα καταλάβει ότι η ομάδα των τρομοκρατών αρχίζει να απειλεί τη ζωή των γειτόνων και φίλων του, θα ξαναπάρει τα όπλα και θα φανερώσει το επάγγελμά του.

Το σενάριο, μπορεί να μη διαθέτει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, αλλά εκ πρώτης όψεως φαίνεται να έχει το ενδιαφέρον του και αν μη τι άλλο να κρατήσει τον θεατή μέχρι το τέλος. Αμ δε. Το σενάριο είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ταινία. Κακογραμμένο, με μονοδιάστατους «κακούς» (τα μέλη του IRA), χλωμούς χαρακτήρες που περιφέρονται δίπλα στον Νίσον, εξωπραγματικές καταστάσεις και με σαφή πρόθεση να διαστρεβλώσει την πρόσφατη ιστορία της Ιρλανδίας.

Απ’ την άλλη, η σκηνοθεσία, παρότι και αυτή έχει τα θέματά της, είναι σε άλλο εντελώς κλίμα. Ο Ρόμπερτ Λόρεντς, για χρόνια βοηθός του Κλιντ Ίστγουντ, θα μας χαρίσει αρκετές καλογυρισμένες σκηνές, θα κρατηθεί στο ύψος του από τα γενικά πλάνα της άγριας ομορφιάς της ιρλανδικής φύσης, τα σκοτεινά χρώματα, που ταιριάζουν με το περιβάλλον και την ψυχολογία των ηρώων. Ορισμένες φορές, βέβαια, χάνει την αφηγηματική του ικανότητα και δείχνει αμήχανος με σκηνές που δεν οδηγούν πουθενά. Αλλά είπαμε το σενάριο είναι καταστροφικό και ίσως γι’ αυτό ο Λόρεντζ δείχνει ορισμένες φορές να το αγνοεί, να το παρακάμπτει, ακολουθώντας τις δικές του ιδέες – ίσως για μία άλλη παραπλήσιου θέματος ταινία.

Κακά τα ψέματα, όμως, η τελική ευθύνη είναι του σκηνοθέτη και ο Λόρεντζ καταγράφει στο ενεργητικό του ακόμη μία τουλάχιστον μέτρια ταινία, που θα τραβήξει το ενδιαφέρον μόνο των φανατικών του εμφανώς, πλέον, γερασμένου Λίαμ Νίσον.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ιρλανδία, δεκαετία του 1970. Σε ένα απομακρυσμένο ιρλανδικό χωριό, ο κατεστραμμένος από τις πολιτικές αναταραχές Φίνμπαρ Μέρφι αναγκάζεται να πολεμήσει ξανά, αυτή τη φορά για λύτρωση μετά από μια ζωή αμαρτιών. Αλλά ποιο τίμημα είναι διατεθειμένος να πληρώσει; Στη χώρα των αγίων και των αμαρτωλών, μερικές αμαρτίες δεν μπορούν να ταφούν.

Προβάλλεται ακόμη η ταινία:

Μυστήριο στη Φάρμα των Ζώων

(A Mystery on the Cattle Hill Express) Φετινή, παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων από τη Νορβηγία, που είναι αρκετά καλύτερη από τα συνηθισμένα β’ κατηγορίας animation που μας έρχονται σωρηδόν, για να καλύψουν το πολυάριθμο κοινό της πιτσιρικαρίας. Ο συνδυασμός παιδικής διασκέδασης και μυστηρίου βρίσκει στόχο αν και ορισμένες φορές απευθύνεται σε νηπιαγωγείο και άλλες σε αρκετά μεγαλύτερα παιδιά. Όταν τα ζώα που συμβιώνουν σε μια φάρμα συνειδητοποιούν ότι το έδαφος δεν είναι πλέον καλλιεργήσιμο, αποφασίζουν να δοκιμάσουν έναν «σούπερ σπόρο», ο οποίος ίσως τους λύσει τα χέρια. Τότε, όμως, κάποιος κλέβει την εφεύρεσή τους και πλέον καλούνται να εντοπίσουν το μυστηριώδη δράστη για να σωθούν. Το φιλμ του Γουίλ Άσχερστ, που διαθέτει και αρκετές σινεφιλικές αναφορές, προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.

Χάρης Αναγνωστάκης

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Continue Reading
Advertisement
Click to comment

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ωδή στους κασκαντέρ, αραχνοφοβία και λυρικός Παρατζάνοφ

Η εντυπωσιακή υποδοχή του κοινού στην ταινία τρόμου των Unboxholics, «Μην Ανοίγεις την Πόρτα», σημειώνοντας μία, πέρα του αναμενόμενου, επιτυχία στα ταμεία των 115 κινηματογράφων που προβλήθηκε, πιάνοντας πάνω από 27.000 εισιτήρια την πρώτη μέρα προβολής της – κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί και τις επόμενες ημέρες λόγω των προπωλήσεων – προσγειώνει απότομα τις πρεμιέρες της πρώτης εβδομάδας του Μαΐου σε τέσσερις. Με δεδομένο και την έξοδο του Πάσχα, δυο είναι από τις καινούργιες ταινίες που μπορούν να συναγωνιστούν το ελληνικό horror, «Ο Κασκαντέρ» με τον Ράιαν Γκόσλινκ και το παιδικό animation «Γκάρφιλντ: Γάτος με Πέταλα». Το ενδιαφέρον της έχει όμως και η γαλλική ταινία τρόμου «Στον Ιστό του Τρόμου», ενώ για τους φανατικούς σινεφίλ υπάρχει και η επανέκδοση του λυρικού αριστουργήματος «Το Χρώμα του Ροδιού», του φημισμένου Σεργκέι Παρατζάνοφ.

Ο Κασκαντέρ

(“The Fall Guy”) Κωμική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λιτς, με τους Ράιαν Γκόσλινγκ, Έμιλι Μπλαντ, Άαρον Τέιλορ Τζόνσον, Χάνα Γουάντινγκχαμ, Γουίνστον Ντιουκ, Λι Μέιτζορς, Στέφανι Σου κα.

Αυθεντική χολιγουντιανή – με την καλή έννοια – διασκέδαση και μαζί μία ωδή στους επαγγελματίες κασκαντέρ από τον Ντέιβιντ Λιτς, του αλλόκοτου «Bullet Train» και του κατασκοπικού «Atomic Blonde», ενός σκηνοθέτη ταινιών δράσης και για είκοσι χρόνια με προϋπηρεσία ως κασκαντέρ.

Ταινία που βασίζεται στην καλτ ομότιτλη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’80 με πρωταγωνιστή τον Λι Μέιτζορς, ο οποίος κρατά εδώ ένα μικρό ρόλο τιμής ένεκεν, ενώ είναι φανερό ότι όλοι οι συντελεστές, αν μη τι άλλο, το γλεντούν με την ψυχή τους.

Ένα εκρηκτικό μπλογκμπάστερ και συνάμα ευγενικών προθέσεων φιλμ, στην επιτυχία του οποίου συμβάλλουν και ο σκηνοθέτης, που γνωρίζει πολύ καλά την ψυχολογία του κεντρικού πρωταγωνιστή και η πλούσια παραγωγή, που δεν φείδεται προκειμένου να καλύψει εντυπωσιακά και πειστικά τις σκηνές δράσης, καθώς και οι ηθοποιοί και ειδικά ο Ράιαν Γκόσλινγκ, που μπαίνει στο πετσί του ήρωα, όπως και ο Μπραντ Πιτ στην ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο «Κάποτε στο Χόλιγουντ».

Ο Κολτ είναι ένας κασκαντέρ, και όπως συμβαίνει σε όλους τους συναδέλφους του, τον ανατινάζουν, τον πυροβολούν, τον χτυπάνε με αυτοκίνητα, τον ρίχνουν από παράθυρα και τον πετάνε από δυσθεώρητα ύψη, για τη διασκέδαση του κοινού. Έχοντας επιβιώσει από ένα ατύχημα, που παραλίγο να του κοστίσει την καριέρα του, αυτός ο ήρωας – εργάτης του σινεμά και που σκέφτεται να αποσυρθεί, καλείται να εντοπίσει έναν αγνοούμενο κινηματογραφικό αστέρα, που ντουμπλάρει στις επικίνδυνες σκηνές της ταινίας, να λύσει μια σκοτεινή υπόθεση συνωμοσίας και να κερδίσει ξανά τον έρωτα της ζωής του, ενώ συνεχίζει να εργάζεται σαν κασκαντέρ.

Γοητευτική κωμική περιπέτεια, μια σωστή γιορτή των μπλογκμπάστερ και των ψευδαισθήσεων του σινεμά, αλλά και ένα μεγάλο «ευχαριστώ» προς όλους αυτούς τους ανώνυμους εργάτες της κινηματογραφικής βιομηχανίας και ειδικά για τους υποτιμημένους κασκαντέρ. Είναι όμως και μια απολαυστική περιπέτεια δράσης, άψογα κουρδισμένη, χειμαρρώδους ροής και προσεγμένης αφήγησης, με τις καλοδεχούμενες σινεφιλικές αναφορές.

Ο Λιτς, προσφέρει μία απολαυστική έκθεση από τα βασικά κόλπα των κασκαντέρ, όπως τα πυροτεχνήματα, τις φωτιές, τα εκπαιδευμένα σκυλιά, τα περίφημα κυνηγητά αυτοκινήτων, με τα ατυχήματα που κόβουν την ανάσα, τα εικονικά όπλα, τις χορογραφίες μάχης, τις τούμπες στο κενό και άλλα πολλά, φτάνοντας στα όρια της παρωδίας και ταυτόχρονα τοποθετώντας τους χαρακτήρες στο σημείο που πρέπει και με την κατάλληλη ψυχοσύνθεση, ενώ παραπέμπει και σε πολλές γνωστές ταινίες δράσης.

Και είναι τόσο προσηλωμένος στο θέμα του και στον ήρωά του ο Λιτς, που ξεφεύγει από τη γνωστή αυταρέσκεια που τον διακρίνει, για να αποθεώσει τα υπέροχα ακροβατικά και τις επικίνδυνες σκηνές των αφανών ηρώων – κασκαντέρ, ακόμη και εις βάρος της πλοκής, που χρησιμοποιείται περισσότερο ως πρόσχημα, για την ανάδειξη του πυρήνα του θέματός του που δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που πέφτουν στη φωτιά από ύψη που προκαλούν ίλιγγο, μόνο και μόνο για να έχουν οι σκηνοθέτες δυο πλάνα, προς εντυπωσιασμό του κοινού.

Και όλα αυτά χωρίς να χάνει η ταινία το χιούμορ της ή να ξεπέφτει σε χοντράδες ή εξυπνάδες, που θα ευχαριστήσουν τα ταπεινά ένστικτα του κοινού μίας υπερπαραγωγής, αλλά αντιμετωπίζοντας τους ταπεινούς εργάτες της βιομηχανίας του θεάματος, όπως τους αρμόζει, ως απαραίτητους για να βγει το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Ράιαν Γκόσλινγκ, ως νέος καθιερωμένος ποπ σταρ, θα βάλει όλο το κέφι του και τη γοητεία του σε πλήρη εφαρμογή, μεταδίδει όλη την αγάπη του προς τους κασκαντέρ, ενώ αποκτά και την πρέπουσα χημεία με την Έμιλι Μπλαντ, η οποία βάζει τη γυναικεία πινελιά και τον ρομαντισμό.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Έχοντας επιβιώσει από ένα ατύχημα που παραλίγο να του κοστίσει την καριέρα του, ένας κασκαντέρ πρέπει να εντοπίσει έναν αγνοούμενο κινηματογραφικό αστέρα, να λύσει μία σκοτεινή υπόθεση συνωμοσίας και να κερδίσει ξανά τον έρωτα της ζωής του.

Στον Ιστό του Τρόμου

(“Infested”) Ταινία τρόμου, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Σεμπαστιάν Βανιτσέκ, με τους Τεό Κρίστιν, Σοφία Λεσάφρ, Ζερόμ Νιλ, Λίζα Νιαρκό, Φίνεγκαν Όλντφιλντ κα.

Οι ταινίες τρόμου είναι το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος, ίσως μαζί με τα παιδικά animation, καθώς η παραγωγή τους, πολλές φορές ιδιαιτέρως οικονομική, μπορεί να φέρει εύκολο κέρδος, με δεδομένο ότι υπάρχει ένα φανατικό ευρύ κοινό που δύσκολα χάνει ταινία. Οι περισσότερες είναι του σωρού, ενώ ελάχιστες είναι αυτές που πραγματικά αξίζουν και μπορούν να σταθούν και στο κοινό που δεν ελκύεται από τον τρόμο.

Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου νεαρού σκηνοθέτη Σεμπαστιάν Βανιτσέκ, μία αραχνοφοβία αλά γαλλικά, βρίσκεται σίγουρα μακριά από τις πρώτες κι έχει το ενδιαφέρον της. Ο Βανιτσέκ, ωστόσο, παρότι δείχνει ότι έχει την κινηματογραφική ματιά, το ταλέντο και την όρεξη, πρέπει να διανύσει αρκετή απόσταση ακόμη για να ενταχθεί στους ολοκληρωμένους σκηνοθέτες, που η υπογραφή του θα είναι αρκετή για να σπεύσουμε.

Ο Βανιτσέκ, στήνει ένα κλειστοφοβικό και σκοτεινό φιλμ τρόμου, εγκλωβίζοντας τους χαρακτήρες της ιστορίας του στον ιστό της αράχνης και ταυτόχρονα επιχειρεί να αναδείξει τον αλληγορικό χαρακτήρα της ταινίας του, για την ξενοφοβία στη Γαλλία, την μη αποδοχή των αραβόφωνων και γενικότερα τη δεύτερη γενιά μεταναστών, όπως και ένα κοινωνικό σχόλιο για τα τεράστια τσιμεντένια συγκροτήματα κατοικιών στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού, όπου πλέον η εγκληματικότητα συναντά το περιθώριο και μια γενιά που είναι έτοιμη να εκραγεί.

Το στόρι, τοποθετεί σε μία τεράστια πολυκατοικία στα προάστια του Παρισιού έναν εργατικό νεαρό, τον Κάλεμπ, που πουλά αθλητικά παπούτσια στη μαύρη αγορά κι έχει αδυναμία στα μικρά εξωτικά ζώα και ζωύφια, η συλλογή των οποίων είναι παράνομη. Το τελευταίο του απόκτημα είναι μία αράχνη, που εν αγνοία του, μεταφέρθηκε λαθραία από μια έρημο της Μέσης Ανατολής και είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Η αράχνη θα χρειαστεί μόλις μία στιγμή για να δραπετεύσει και να μετατρέψει ολόκληρο το κτίριο σε μια φριχτή παγίδα θανάτου. Την ίδια ώρα η αστυνομία σφραγίζει το κτίριο, εγκλωβίζοντας τους κατοίκους. Ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν είναι η αναζήτηση ενός σημείου διαφυγής.

Ο Βανιτσέκ δεν πρωτοτυπεί ιδιαίτερα, όμως, βρίσκει έναν αποτελεσματικό βηματισμό, με ρυθμό και σωστή κλιμάκωση της αγωνίας, αποφεύγοντας τις υπερβολικά φρικιαστικές εικόνες και προτείνοντας περισσότερο τις ανατριχίλες που προκαλεί στους περισσότερους η παρουσία των αραχνών και ειδικά σε ένα κλειστοφοβικό σκηνικό. Η μικρή ιστορία για τους πανικόβλητους χαρακτήρες της ταινίας, με τους καυγάδες ανάμεσα στον Κάλεμπ και την αδελφή του και τον καλύτερο φίλο του, δείχνουν μία αυθεντικότητα και μεταφέρουν το κλίμα που επικρατεί στα τσιμεντένια παρισινά γκέτο, ενώ το σασπένς αυξάνεται συνεχώς από τα κομψά και μετρημένα εφέ, τη σκοτεινή διεύθυνση φωτογραφίας και τον ευγενικό χαρακτήρα του πρωταγωνιστή.

Όταν οι αστυνομικές δυνάμεις αποκλείουν το κτίριο και μπλοκάρουν τους ήρωες εντός μίας αραχνοΰφαντης παγίδας θανάτου θα έρθει και το ανεπαίσθητο και ίσως διφορούμενο κοινωνικό σχόλιο για τους μετανάστες στο Παρίσι, ενώ παράλληλα κλιμακώνεται η αγωνία για τη διάσωση των ηρώων.

Οι νεαροί πρωτόβγαλτοι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν είναι ορεξάτοι και μεταφέρουν την απαραίτητη ένταση και το κλίμα ανησυχίας, αν και τελικά οι αράχνες είναι αυτές που κερδίζουν την αναγνώριση και τον τρόμο μας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Καλέμπ, ένας μοναχικός νεαρός άντρας με αδυναμία στα εξωτικά ζώα, φέρνει στο διαμέρισμα του μια δηλητηριώδη αράχνη που ανήκει σε ένα σπάνιο και πολύ επικίνδυνο είδος. Η αράχνη θα χρειαστεί μόλις μια στιγμή για να δραπετεύσει και να μετατρέψει ολόκληρο το κτίριο σε μια φριχτή παγίδα θανάτου.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Γκάρφιλντ: Γάτος με Πέταλα

(“The Garfield Movie”) Αρκετά διασκεδαστική παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία του έμπειρου και εξειδικευμένου στο animation Μαρκ Ντίταλ («Ο Αυτοκράτορας έχει Κέφια»). Το φιλμ, που βασίζεται στο γνωστό κόμικ με ήρωα τον Γκάρφιλντ, είναι κεφάτο, διαθέτει έξυπνες ατάκες και αρκετή πλάκα, για τον τεμπελάκο και φαταούλα γατούλη.

Μετά από μια αναπάντεχη συνάντηση με τον εξαφανισμένο εδώ και καιρό πατέρα του -έναν απεριποίητο γάτο του δρόμου με το όνομα Βικ-, ο Γκάρφιλντ και ο σκυλοφίλος του, Όντι, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την άνετη ζωή τους στο υπέροχο σπιτικό τους και να ακολουθήσουν τον Βικ σε μια ξεκαρδιστική, ριψοκίνδυνη ληστεία.

Η ταινία, που θα ευχαριστηθεί η πιτσιρίκαρία, αλλά θα ξεσκάσει και τους μεγαλύτερους, προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, με τις φωνές των Κωνσταντίνου Λάγκου (Γκάρφιλντ), Βασίλη Μήλιου, Κώστα Τερζάκη, Σοφία Τσάκα, Κωνσταντίνου Ρεπάνη, Στεφανία Φιλιάδη κα.

Το Χρώμα του Ροδιού

(“Sayat Nova”) Το αριστούργημα που γύρισε ο φημισμένος σοβιετικός σκηνοθέτης Σεργκέι Παρατζάνοφ το 1968 και που αναστάτωσε κοινό και κριτικούς με τις ποιητικές απίστευτης αρμονίας και σύνθεσης λυρικές εικόνες του. Για 75 αξιομνημόνευτα λεπτά, με σταθερή κάμερα, χωρίς διαλόγους, μαγικές εικόνες – νοηματικά αυτοδύναμες και χωρισμένη σε οχτώ ενότητες, η θρυλική ταινία, που αποκαταστάθηκε το 2014 από τον Μάρτιν Σκορσέζε και την Cineteca di Bologna, αφηγείται τη βιογραφία του Γεωργιανού τροβαδούρου Σαγιάτ Νόβα (1712-1795) από τα παιδικά του χρόνια και την ανακάλυψη του έρωτα, έως την είσοδό του σε μοναστήρι και τον θάνατό του. Κλασική αξία, που αξίζει να ανακαλύψουν και οι νεότεροι σινεφίλ.

   (Φωτογραφία από την ταινία «Ο Κασκαντέρ»)

Χάρης Αναγνωστάκης

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Continue Reading

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

“Το Μπουφάν της Χάρλεϋ ή Πάλι καλά…” στο Θέατρο Αθήναιον

“Το Μπουφάν της Χάρλεϋ ή Πάλι καλά…”
του Βασίλη Κατσικονούρη

25 και 26 Μαΐου στο Θέατρο Αθήναιον

Μια Θεατρική Παράσταση του “ΘΕΑΤΡΟ52”
σε σκηνοθεσία Ρίτσας Γεωργιάδου

Το Θέατρο52 παρουσιάζει τον εμβληματικό μονόλογο “Το Μπουφάν της Χάρλεϋ ή Πάλι καλά…” του Βασίλη Κατσικονούρη στο Θέατρο Αθήναιον. Πρόκειται για τον απολογισμό μιας γυναίκας – μάνας, που απευθύνεται στις νεότερες γενιές.
Είναι η ακύρωση των προσδοκιών της για όσα έζησε και δεν έζησε, καταφεύγοντας στο γλυκόπικρο “πάλι καλά” ως μια τραγική διαπίστωση, αλλά και μια σανίδα σωτηρίας που θα της δώσει δύναμη να προχωρήσει παρακάτω.

Ένας μονόλογος ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα, στον θυμό και στη συγχώρεση, στην τρυφερότητα και στην απόγνωση.

Teaser Παράστασης
Παραγωγή: Θέατρο52

Παίζει η Γεωργία Δάρτση
Εύζωνας: Μαρίνα Ψειράκη
Σκηνοθεσία: Ρίτσα Γεωργιάδου
Πρωτότυπη Μουσική Παράστασης: Δημήτρης Μισιρλής
Ποίηση: Άγγελος Σικελιανός
Πιάνο: Σάββας Παυλίδης
Κιθάρες: Δημήτρης Μισιρλής
Τραγούδι: Σταυρούλα Κεσούρη
Βίντεο Εισαγωγής: Βασίλειος Σαρίκος
Φωτογραφίες: Δημήτρης Μισιρλής
Γραφιστική Επιμέλεια: Μαρίνα Ψειράκη
Ηχοληψία: Σταυρούλα Κεσούρη
Σκηνικά: Ζαχαρούλα Βουγιουκλίωτη – Θοδωρής Μανίτσας
Επικοινωνία: Έρη Χριστοφορίδου

Στο βίντεο της εισαγωγής συμμετέχει η χορεύτρια Κωνσταντίνα Τζηκαλιού.

Ευγενική παραχώρηση αξεσουάρ για το βίντεο: “Harley Davidson Thessaloniki”, Κώστας Βάσσος.

Πληροφορίες:
Το Μπουφάν της Χάρλεϋ ή Πάλι καλά…
Κινηματοθέατρο Αθήναιον
Βασ. Όλγας 35
Τηλ. Επικοινωνίας – Πληροφορίες: 
Θέατρο Αθήναιον: 690 646 7283
Θέατρο52: 693 730 4340
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Σάββατο, 25 Μαΐου στις 21.00
Κυριακή, 26 Μαΐου στις 21:00
Τιμές εισιτηρίων:
Γενική είσοδος: 10.00€
Προπώληση εισιτηρίων: 
Στο ταμείο του Θεάτρου και στην Goldmall.gr

Continue Reading

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Εκλεκτοί μουσικοί της ΚΟΑ στο πνεύμα της Εβδομάδας των Παθών με μελωδίες από τη Βιέννη, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο

Τη Μεγάλη Δευτέρα, 29 Απριλίου, εκλεκτοί μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, μας εισάγουν στο πνεύμα της Εβδομάδας των Παθών με μελωδίες από τη…Βιέννη, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.

Το κουαρτέτο εγχόρδων τετART-on (Μόρφω Παπαδημητρίου – βιολί, Κώστας Καραγεωργόπουλος – βιολί, Αλέξανδρος Παπανικολάου – βιόλα,Ήβη Παπαθανασίου – βιολοντσέλο) μας καλεί στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με ένα πρόγραμμα που συγκινεί.

Ερμηνεύονται έργα συνθετών που έζησαν και έδρασαν στη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τρεις συνθέτες, τρεις διαφορετικές εποχές, μία πόλη.

Ξεκινώντας από το Τέταρτο Κουαρτέτο Εγχόρδων του Μπετόβεν. Σύνθεση θυελλώδη, γεμάτη ένταση.

Στη συνέχεια, παρουσιάζεται μια εκδοχή του κατανυκτικού κουαρτέτου εγχόρδων Fratres, του 88χρονου σήμερα Εσθονού συνθέτη Άρβο Περτ.

Τέλος, με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του «συνθέτη του Θεού» Άντον Μπρούκνερ, θα ακουστεί το Κουαρτέτο εγχόρδων του σε ντο ελάσσονα.

 

Το πρόγραμμα

 

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ.4 σε ντο ελάσσονα, έργο 18 αρ.4

 

ΑΡΒΟ ΠΕΡΤ (γεν. 1935)

Fratres (εκδοχή για κουαρτέτο εγχόρδων)

 

ΑΝΤΟΝ ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ (1824 – 1896)

Κουαρτέτο εγχόρδων σε ντο ελάσσονα

 

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ

Κουαρτέτο εγχόρδων τετART-on

Μόρφω Παπαδημητρίου, βιολί

Κώστας Καραγεωργόπουλος, βιολί

Αλέξανδρος Παπανικολάου, βιόλα

Ήβη Παπαθανασίου, βιολοντσέλο

 

Στις 19:00, μία ώρα πριν την έναρξη της συναυλίας, θα προηγηθεί ξενάγηση στους χώρους του Μουσείου.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Continue Reading

ΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ